δημοσκόπηση
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Voir δημοσκόπος.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | δημοσκόπηση | οι | δημοσκοπήσεις |
Génitif | της | δημοσκόπησης δημοσκοπήσεως |
των | δημοσκοπήσεων |
Accusatif | τη(ν) | δημοσκόπηση | τις | δημοσκοπήσεις |
Vocatif | δημοσκόπηση | δημοσκοπήσεις |
δημοσκόπηση, dimoskópisi \ði.mɔ.ˈskɔ.pi.si\ féminin
- Sondage.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)