ηδονή
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Du grec ancien ἡδονή, hēdonḗ (« plaisir, jouissance »).
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ηδονή | οι | ηδονές |
Génitif | της | ηδονής | των | ηδονών |
Accusatif | τη(ν) | ηδονή | τις | ηδονές |
Vocatif | ηδονή | ηδονές |
ηδονή (idoní) \i.ðoˈni\ féminin
Dérivés[modifier le wikicode]
- ηδονίζομαι
- ηδονικά
- ηδονικός
- ηδονισμός
- ηδονιστής
- ηδονιστικός
- ηδονοβλεψία
- ηδονοβλεψίας
- ηδονοθήρας
- ηδονοθηρικός
- ηδονολάτρης
- ηδονόπληκτος
- ηδονόχαρος