φαινόμενο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.

Grec[modifier le wikicode]

Étymologie[modifier le wikicode]

Du grec ancien φαινόμενον, phainómenon.

Nom commun [modifier le wikicode]

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  φαινόμενο τα  φαινόμενα
Génitif του  φαινομένου των  φαινομένων
Accusatif το  φαινόμενο τα  φαινόμενα
Vocatif φαινόμενο φαινόμενα

φαινόμενο (fenómeno) \fɛ.ˈnɔ.mɛ.nɔ\ neutre

  1. Phénomène.
    • Έκτακτα καιρικά φαινόμενα προανήγγειλε η μετεωρολογική υπηρεσία.
    • Η έξαρση της εγκληματικότητας είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τις αρχές.
    • Σήμερα θα μιλήσουμε για την έκθλιψη των φωνηέντων και άλλα παρόμοια γραμματικά φαινόμενα.
    • Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο. Σε ηλικία μόλις έξι ετών μιλάει τόσο καλά δύο ξένες γλώσσες.

Dérivés[modifier le wikicode]