ανακύκλωση
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Dérivé de ανακυκλώνω, avec le suffixe -ση.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ανακύκλωση | οι | ανακυκλώσεις |
Génitif | της | ανακύκλωσης ανακυκλώσεως |
των | ανακυκλώσεων |
Accusatif | τη(ν) | ανακύκλωση | τις | ανακυκλώσεις |
Vocatif | ανακύκλωση | ανακυκλώσεις |
ανακύκλωση (anakíklosi) \a.na.ˈci.klɔ.si\ féminin
- Recyclage.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)