ανθολογία
Apparence
:
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ἀνθολογία, anthología (« florilège »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ανθολογία | οι | ανθολογίες |
Génitif | της | ανθολογίας | των | ανθολογιών |
Accusatif | τη(ν) | ανθολογία | τις | ανθολογίες |
Vocatif | ανθολογία | ανθολογίες |
ανθολογία, anthología \Prononciation ?\ féminin
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ανθολογία)