αντικείμενο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ἀντίκειμαι, antíkeimai (« opposer »), voir κείμενος.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | αντικείμενο | τα | αντικείμενα |
Génitif | του | αντικειμένου | των | αντικειμένων |
Accusatif | το | αντικείμενο | τα | αντικείμενα |
Vocatif | αντικείμενο | αντικείμενα |
αντικείμενο, antikímeno \an.di.ˈci.mɛ.nɔ/\ neutre
- Objet.
- (Grammaire) Objet.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Dérivés
[modifier le wikicode]- αντικειμενικός (« objectif »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αντικείμενο)