αποπροσανατολισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de προσανατολισμός, avec le préfixe απο-.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αποπροσανατολισμός | οι | αποπροσανατολισμοί |
Génitif | του | αποπροσανατολισμού | των | αποπροσανατολισμών |
Accusatif | τον | αποπροσανατολισμό | τους | αποπροσανατολισμούς |
Vocatif | αποπροσανατολισμέ | αποπροσανατολισμοί |
αποπροσανατολισμός (apoprosanatolizmós) \a.pɔ.pɾɔ.sa.na.tɔ.li.ˈzmɔs\ masculin