Aller au contenu

απόγνωση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ἀπόγνωσις, apógnōsis.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  απόγνωση οι  απογνώσεις
Génitif της  απόγνωσης
απογνώσεως
των  απογνώσεων
Accusatif τη(ν)  απόγνωση τις  απογνώσεις
Vocatif απόγνωση απογνώσεις

απόγνωση (apóghnosi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Désespoir.