αστιγματισμός
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- De l’anglais astigmatism.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αστιγματισμός | οι | αστιγματισμοί |
Génitif | του | αστιγματισμού | των | αστιγματισμών |
Accusatif | τον | αστιγματισμό | τους | αστιγματισμούς |
Vocatif | αστιγματισμέ | αστιγματισμοί |
αστιγματισμός, astigmatismós \Prononciation ?\ masculin
Voir aussi[modifier le wikicode]
- Αστιγματισμός και καμπύλωση πεδίου sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)