αυστηροποίηση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αυστηροποίηση | οι | αυστηροποιήσεις |
Génitif | της | αυστηροποίησης αυστηροποιήσεως |
των | αυστηροποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | αυστηροποίηση | τις | αυστηροποιήσεις |
Vocatif | αυστηροποίηση | αυστηροποιήσεις |
αυστηροποίηση, afstiropíisi \Prononciation ?\ féminin
- Durcissement, action de rendre plus strict, plus sévère.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)