Aller au contenu

γάιδαρος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De l’arabe غيذار, gaydar.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  γάιδαρος οι  γάιδαροι
Génitif του  γαϊδάρου
γάιδαρου
των  γαϊδάρων
γάιδαρων
Accusatif το(ν)  γάιδαρο τους  γαϊδάρους
γάιδαρους
Vocatif γάιδαρε γάιδαροι
Γάιδαρος

γάιδαρος, gáidaros \ˈɣai̯.ða.ɾos\ masculin

  1. (Zoologie) Âne.