γιαγιά
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- D’une onomatopée, comparer avec gaga.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | γιαγιά | οι | γιαγιάδες |
Génitif | της | γιαγιάς | των | γιαγιάδων |
Accusatif | τη(ν) | γιαγιά | τις | γιαγιάδες |
Vocatif | γιαγιά | γιαγιάδες |
γιαγιά (yiayiá) \ʝa.ˈʝa\ féminin (pour un homme, on dit : παππούς)
- Grand-mère, mamie.
- Η Κοκκινοσκουφίτσα πήγε στη γιαγιά της.
- Le Petit Chaperon rouge est allé chez sa grand-mère.
- Η Κοκκινοσκουφίτσα πήγε στη γιαγιά της.
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (γιαγιά)