Aller au contenu

εκεχειρία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ἐκεχειρία, ekekheiría, dérivé de χείρ, kheír (« main »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  εκεχειρία οι  εκεχειρίες
Génitif της  εκεχειρίας των  εκεχειριών
Accusatif τη(ν)  εκεχειρία τις  εκεχειρίες
Vocatif εκεχειρία εκεχειρίες

εκεχειρία, ekekhiría \Prononciation ?\ féminin

  1. Trêve.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εκεχειρία)