εκπρόσωπος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.

Grec[modifier le wikicode]

Étymologie[modifier le wikicode]

Du εκπροσωπώ + -ος

Nom commun [modifier le wikicode]

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  εκπρόσωπος οι  εκπρόσωποι
Génitif του  εκπροσώπου των  εκπροσώπων
Accusatif τον  εκπρόσωπο τους  εκπροσώπους
Vocatif εκπρόσωπε εκπρόσωποι

εκπρόσωπος \εk.ˈprɔ.sɔ.pɔs\ masculin et féminin identiques

  1. Représentant.
    • Οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι των κομμάτων εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τις αλλαγές στις οποίες προχώρησε ο υπουργός Δικαιοσύνης, μετά από έντονες διαβουλεύσεις και συζητήσεις και έχοντας συγκεράσει όλες τις απόψεις που εκφράστηκαν. — (efsyn.gr)