ιστιοφόρο
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | ιστιοφόρο | τα | ιστιοφόρα |
Génitif | του | ιστιοφόρου | των | ιστιοφόρων |
Accusatif | το | ιστιοφόρο | τα | ιστιοφόρα |
Vocatif | ιστιοφόρο | ιστιοφόρα |
ιστιοφόρο, istiofóro \i.sti.ɔ.ˈfɔ.ɾɔ\ neutre