Aller au contenu

καπετάνιος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De l’italien capitano, via le vénitien capetanio.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  καπετάνιος οι  καπετάνιοι
Génitif του  καπετάνιου των  καπετάνιων
Accusatif τον  καπετάνιο τους  καπετάνιους
Vocatif καπετάνιε καπετάνιοι

καπετάνιος, kapetánios \ka.peˈta.ɲos\ masculin

  1. (Marine) Capitaine, commandant de navire.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (καπετάνιος)