Aller au contenu

κλήρωση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien κλήρωσις, klêrôsis
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κλήρωση οι  κληρώσεις
Génitif της  κλήρωσης
κληρώσεως
των  κληρώσεων
Accusatif τη(ν)  κλήρωση τις  κληρώσεις
Vocatif κλήρωση κληρώσεις

κλήρωση, klírosi \Prononciation ?\ féminin

  1. Tirage au sort.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κλήρωση)