Aller au contenu

λεωφορείο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir λεωφόρος.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  λεωφορείο τα  λεωφορεία
Génitif του  λεωφορείου των  λεωφορείων
Accusatif το  λεωφορείο τα  λεωφορεία
Vocatif λεωφορείο λεωφορεία

λεωφορείο, leoforío \Prononciation ?\ neutre

  1. Autobus.
    • στάση λεωφορείου, arrêt d'autobus.