ματαίωση
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Du grec ancien ματαίωσις, mataíôsis.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ματαίωση | οι | ματαιώσεις |
Génitif | της | ματαίωσης ματαιώσεως |
των | ματαιώσεων |
Accusatif | τη(ν) | ματαίωση | τις | ματαιώσεις |
Vocatif | ματαίωση | ματαιώσεις |
ματαίωση (matéosi) \ma.ˈtɛ.ɔ.si\ féminin
- Annulation.
- Ματαίωση πτήσεων στα αεροδρόμια του Παρισιού.
- Annulation de vols aux aéroports de Paris.
- Ματαίωση πτήσεων στα αεροδρόμια του Παρισιού.