Aller au contenu

μουσουλμάνος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du turc ottoman مسلمان, müsliman.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  μουσουλμάνος οι  μουσουλμάνοι
Génitif του  μουσουλμάνου των  μουσουλμάνων
Accusatif τον  μουσουλμάνο τους  μουσουλμάνους
Vocatif μουσουλμάνε μουσουλμάνοι

μουσουλμάνος, musulmános \mu.sulˈma.nos\ masculin

  1. (Religion) Musulman.