πετώ
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Verbe
[modifier le wikicode]πετώ, petó \Prononciation ?\ (voir la conjugaison)
- Voler.
- Ο μύθος του Ίκαρου εκφράζει την πανάρχαιη επιθυμία του ανθρώπου να πετάξει.
- Jeter.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Variantes
[modifier le wikicode]Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πετώ)