πιρούνι
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Diminutif du grec ancien περόνη, perónê (« broche »).
Nom commun
[modifier le wikicode]πιρούνι, pirouni \Prononciation ?\ neutre
- Fourchette.
- το πιρούνι για τη σαλάτα διαφέρει από το πιρούνι για το κρέας
- (Technique) Fourche.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Variantes
[modifier le wikicode]Vocabulaire apparenté par le sens
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πιρούνι)