προϊόν
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien, participe présent neutre substantivé de προίημι, proíêmi (« envoyer, livrer »), apparenté à ιόν (« ion »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | προϊόν | τα | προϊόντα |
Génitif | του | προϊόντος | των | προϊόντων |
Accusatif | το | προϊόν | τα | προϊόντα |
Vocatif | προϊόν | προϊόντα |
προϊόν, proión \Prononciation ?\ neutre
- Produit.
- εισαγόμενα προϊόντα, produits importés.
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (προϊόν)