Aller au contenu

πρόθεση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien πρόθεσις.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  πρόθεση οι  προθέσεις
Génitif της  πρόθεσης
προθέσεως
των  προθέσεων
Accusatif τη(ν)  πρόθεση τις  προθέσεις
Vocatif πρόθεση προθέσεις

πρόθεση (próthesi) \ˈpɾɔ.θɛ.si\ féminin

  1. Intention.
    • Δεν είχα την πρόθεση να σε προσβάλω.
      Je n'avais pas l'intention de t'insulter.
    • Έχω την πρόθεση να κάνω κάτι.
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)
  2. (Grammaire) Préposition.
  3. (Médecine) Prothèse.