πτώση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien πτῶσις, ptôsis.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | πτώση | οι | πτώσεις |
Génitif | της | πτώσης πτώσεως |
των | πτώσεων |
Accusatif | τη(ν) | πτώση | τις | πτώσεις |
Vocatif | πτώση | πτώσεις |
πτώση (ptósi) \ˈptɔ.si\ féminin
- Chute, fait de tomber.
- (Grammaire) Cas grammatical.
Hyponymes
[modifier le wikicode]- αιτιατική (« accusatif »)
- αφαιρετική (« ablatif »)
- δοτική (« datif »)
- γενική (« génitif »)
- κλητική (« vocatif »)
- ονομαστική (« nominatif »)
- οργανική (« instrumental »)
- τοπική (« locatif »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πτώση)