σεξουαλικότητα
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Dérivé de σεξουαλικός, avec le suffixe -ότητα.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | σεξουαλικότητα | οι | σεξουαλικότητες |
Génitif | της | σεξουαλικότητας | των | σεξουαλικοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | σεξουαλικότητα | τις | σεξουαλικότητες |
Vocatif | σεξουαλικότητα | σεξουαλικότητες |
σεξουαλικότητα, sexualikótita \Prononciation ?\ féminin
- Sexualité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références[modifier le wikicode]
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σεξουαλικότητα)