Aller au contenu

στοιχειώδης

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδης στοιχειώδης στοιχειώδες
génitif στοιχειώδους στοιχειώδους στοιχειώδους
accusatif στοιχειώδη στοιχειώδη στοιχειώδες
vocatif στοιχειώδη στοιχειώδη στοιχειώδες
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
génitif στοιχειωδών στοιχειωδών στοιχειωδών
accusatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
vocatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη

στοιχειώδης (stichiódis) \sti.çiˈo.ðis\

  1. Élémentaire.
Dérivé de στοιχεῖον, stoikheîon (« élément »), avec le suffixe -ώδης, -ṓdēs.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδης στοιχειώδης στοιχειῶδες
vocatif στοιχειῶδες στοιχειῶδες στοιχειῶδες
accusatif στοιχειώδη στοιχειώδη στοιχειῶδες
génitif στοιχειώδους στοιχειώδους στοιχειώδους
datif στοιχειώδει στοιχειώδει στοιχειώδει
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδει στοιχειώδει στοιχειώδει
vocatif στοιχειώδει στοιχειώδει στοιχειώδει
accusatif στοιχειώδει στοιχειώδει στοιχειώδει
génitif στοιχειώδοιν στοιχειώδοιν στοιχειώδοιν
datif στοιχειώδοιν στοιχειώδοιν στοιχειώδοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
vocatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
accusatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
génitif στοιχειώδων στοιχειώδων στοιχειώδων
datif στοιχειώδεσι(ν) στοιχειώδεσι(ν) στοιχειώδεσι(ν)

στοιχειώδης, stoikheiṓdēs

  1. Élémentaire.

Prononciation

[modifier le wikicode]