Aller au contenu

στρατιώτης

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien στρατιώτης, stratiôtês.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  στρατιώτης οι  στρατιώτες
Génitif του  στρατιώτη των  στρατιωτών
Accusatif τον  στρατιώτη τους  στρατιώτες
Vocatif στρατιώτη στρατιώτες

στρατιώτης, stratiótis \stɾa.ti.ˈɔ.tis\ masculin

  1. (Militaire) Soldat.
  2. (Échecs) Pion.
Composé de στρατία, stratía (« armée ») et de -της, tês.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif στρατιώτης οἱ στρατιῶται τὼ στρατιώτα
Vocatif στρατιῶτα στρατιῶται στρατιώτα
Accusatif τὸν στρατιώτην τοὺς στρατιώτας τὼ στρατιώτα
Génitif τοῦ στρατιώτου τῶν στρατιωτῶν τοῖν στρατιώταιν
Datif τῷ στρατιώτ τοῖς στρατιώταις τοῖν στρατιώταιν

στρατιώτης, stratiốtês *\stra.ti.ˈɔː.tɛːs\ masculin

  1. (Militaire) Soldat.

Apparentés étymologiques

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]