συμφέρον
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Dérivé du grec ancien συμφέρω, sumphérô (« apporter, être profitable »).
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | συμφέρον | τα | συμφέροντα |
Génitif | του | συμφέροντος | των | συμφερόντων |
Accusatif | το | συμφέρον | τα | συμφέροντα |
Vocatif | συμφέρον | συμφέροντα |
συμφέρον (simféron) \siɱ.ˈfɛ.ɾɔn\ neutre
- (Finance) Intérêt.
- Θυσιάζει τα συμφέροντα του για το κοινό καλό.
- Il sacrifie ses intérêts au bien public.
- Θυσιάζει τα συμφέροντα του για το κοινό καλό.