Aller au contenu

ωκεανός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ὠκεανός, ōkeanós.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  ωκεανός οι  ωκεανοί
Génitif του  ωκεανού των  ωκεανών
Accusatif τον  ωκεανό τους  ωκεανούς
Vocatif ωκεανέ ωκεανοί
Οι ωκεανοί καλύπτουν σχεδόν τα τρία τέταρτα (71%) της επιφάνειας της Γης.

ωκεανός, okeanós \o.ce.aˈnos\ masculin

  1. Océan.
    • Ατλαντικός, Ειρηνικός, Ινδικός, Αρκτικός ωκεανός
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)