επικαιρότητα
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | επικαιρότητα | οι | επικαιρότητες |
Génitif | της | επικαιρότητας | των | επικαιροτήτων |
Accusatif | τη(ν) | επικαιρότητα | τις | επικαιρότητες |
Vocatif | επικαιρότητα | επικαιρότητες |
επικαιρότητα, epikerótita \Prononciation ?\ féminin
- Actualité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références[modifier le wikicode]
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (επικαιρότητα)