ὀχλοκρατία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.

Grec ancien[modifier le wikicode]

Étymologie[modifier le wikicode]

Mot  composé de ὄχλος, ókhlos (« foule ») et de κρατέω, kratéô (« régner »).

Nom commun [modifier le wikicode]

ὀχλοκρατία féminin

  1. Gouvernement exercé par la multitude.
    • Συμβαίνει δὴ τοὺς πλείστους τῶν βουλομένων διδασκαλικῶς ἡμῖν ὑποδεικνύειν περὶ τῶν τοιούτων τρία γένη λέγειν πολιτειῶν, ὧν τὸ μὲν καλοῦσι βασιλείαν, τὸ δ’ἀριστοκρατίαν, τὸ δὲ τρίτον δημοκρατίαν.[...]. διὸ καὶ γένη μὲν ἓξ εἶναι ῥητέον πολιτειῶν, τρία μὲν ἃ πάντες θρυλοῦσι καὶ νῦν προείρηται, τρία δὲ τὰ τούτοις συμφυῆ, λέγω δὲ μοναρχίαν, ὀλιγαρχίαν, ὀχλοκρατίαν — (Polybe, 6-3-1)

Références[modifier le wikicode]