ὀχλοκρατία
Grec ancien[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
Nom commun [modifier le wikicode]
ὀχλοκρατία féminin
- Gouvernement exercé par la multitude.
- Συμβαίνει δὴ τοὺς πλείστους τῶν βουλομένων διδασκαλικῶς ἡμῖν ὑποδεικνύειν περὶ τῶν τοιούτων τρία γένη λέγειν πολιτειῶν, ὧν τὸ μὲν καλοῦσι βασιλείαν, τὸ δ’ἀριστοκρατίαν, τὸ δὲ τρίτον δημοκρατίαν.[...]. διὸ καὶ γένη μὲν ἓξ εἶναι ῥητέον πολιτειῶν, τρία μὲν ἃ πάντες θρυλοῦσι καὶ νῦν προείρηται, τρία δὲ τὰ τούτοις συμφυῆ, λέγω δὲ μοναρχίαν, ὀλιγαρχίαν, ὀχλοκρατίαν — (Polybe, 6-3-1)
Références[modifier le wikicode]
- « ὀχλοκρατία », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage