αξιοπρεπής
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Du grec ancien ἀξιοπρεπής, axioprepês, voir πρέπω.
Adjectif [modifier le wikicode]
αξιοπρεπής, axioprepis \a.ksi.ɔ.pɾε.ˈpis\
- Convenable, décent.
- Και τώρα προς χάριν αυτής η ελληνική κοινωνία αναγκάζεται να χάσει δικαιώματα στοιχειώδη όπως η προστασία της εργασίας, η αξιοπρεπής σύνταξη, η αξιοπρεπής αμοιβή (για ένα μεγάλο κομμάτι χαμηλόμισθων υπαλλήλων). — (Μέτρα με λάθος στόχο, 22 juin 2010)
- …un retraite décente, un salaire décent…