ανιμισμός
Grec
Étymologie
- Du français animisme.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ανιμισμός | οι | ανιμισμοί |
Génitif | του | ανιμισμού | των | ανιμισμών |
Accusatif | τον | ανιμισμό | τους | ανιμισμούς |
Vocatif | ανιμισμέ | ανιμισμοί |
ανιμισμός, animismós \Prononciation ?\ masculin
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ανιμισμός)