γαργαλισμός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.

Grec ancien[modifier le wikicode]

Étymologie[modifier le wikicode]

Du verbe γαργαλίζω, gargalízô (« chatouiller »).

Nom commun [modifier le wikicode]

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif γαργαλισμός οἱ γαργαλισμοί τὼ γαργαλισμώ
Vocatif γαργαλισμέ γαργαλισμοί γαργαλισμώ
Accusatif τὸν γαργαλισμόν τοὺς γαργαλισμούς τὼ γαργαλισμώ
Génitif τοῦ γαργαλισμοῦ τῶν γαργαλισμῶν τοῖν γαργαλισμοῖν
Datif τῷ γαργαλισμ τοῖς γαργαλισμοῖς τοῖν γαργαλισμοῖν

γαργαλισμός, gargalismós *\ɡar.ɡa.li.ˈzmos\ masculin

  1. Chatouille.
    • Τοῦ δὲ γαργαλίζεσθαι μόνον ἄνθρωπον αἴτιον ἥ τε λεπτότης τοῦ δέρματος καὶ τὸ μόνον γελᾶν τῶν ζῴων ἄνθρωπον. Ὁ δὲ γαργαλισμὸς γέλως ἐστὶ διὰ κινήσεως τοιαύτης τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην. — (Aristote, Περὶ ζῴων μορίων, 673a.7-10)

Références[modifier le wikicode]