ποσόστωση
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ποσόστωση | οι | ποσοστώσεις |
Génitif | της | ποσόστωσης ποσοστώσεως |
των | ποσοστώσεων |
Accusatif | τη(ν) | ποσόστωση | τις | ποσοστώσεις |
Vocatif | ποσόστωση | ποσοστώσεις |
ποσόστωση, posóstosi \Prononciation ?\ féminin
- Quota.
- H Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε ποσοστώσεις στα γεωργικά προϊόντα, καθόρισε τα ποσοστά παραγωγής, εισαγωγής ή εξαγωγής (ανά προϊόν) σε κάθε χώρα.
- L'Union européenne a imposé des quotas, etc.
- H Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε ποσοστώσεις στα γεωργικά προϊόντα, καθόρισε τα ποσοστά παραγωγής, εισαγωγής ή εξαγωγής (ανά προϊόν) σε κάθε χώρα.
Variantes[modifier le wikicode]
Références[modifier le wikicode]
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ποσόστωση)