ποτίζω
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
Verbe [modifier le wikicode]
ποτίζω, potízo \Prononciation ?\ (voir la conjugaison)
- Faire boire, offrir à boire.
- τόσο καιρό τους ταΐζαμε και τους ποτίζαμε και ποιο το ευχαριστώ;
- τόσο καιρό τους ταΐζαμε και τους ποτίζαμε και ποιο το ευχαριστώ;
- Arroser, irriguer.
- ξέχασα να ποτίσω αυτή τη γλάστρα και μαράθηκε το λουλούδι
- J'ai oublié d'arroser cette plante et elle a séché.
- ξέχασα να ποτίσω αυτή τη γλάστρα και μαράθηκε το λουλούδι
- Imbiber.