προτεραιότητα
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Dérivé en -ότητα du grec ancien προτεραῖος, proteraîos, variante de πρότερος.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | προτεραιότητα | οι | προτεραιότητες |
Génitif | της | προτεραιότητας | των | προτεραιοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | προτεραιότητα | τις | προτεραιότητες |
Vocatif | προτεραιότητα | προτεραιότητες |
προτεραιότητα, protereótita \Prononciation ?\ féminin
- Priorité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)