υποστήριξη
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Dérivé de υποστηρίζω, avec le suffixe -ση.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | υποστήριξη | οι | υποστηρίξεις |
Génitif | της | υποστήριξης υποστηρίξεως |
των | υποστηρίξεων |
Accusatif | τη(ν) | υποστήριξη | τις | υποστηρίξεις |
Vocatif | υποστήριξη | υποστηρίξεις |
υποστήριξη (ipostírixi) \i.pɔ.ˈsti.ɾi.ksi\ féminin