γυναικολόγος
Grec
Étymologie
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | γυναικολόγος | οι | γυναικολόγοι |
Génitif | του | γυναικολόγου | των | γυναικολόγων |
Accusatif | τον | γυναικολόγο | τους | γυναικολόγους |
Vocatif | γυναικολόγε | γυναικολόγοι |
γυναικολόγος, ginekológos \Prononciation ?\ masculin et féminin identiques
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (γυναικολόγος)