ιδιοκτήτης
Grec
Étymologie
- Voir le grec ancien κτήτωρ, ktêtôr (« possesseur ») et ιδιόκτητος (« possédé en propre »).
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ιδιοκτήτης | οι | ιδιοκτήτες |
Génitif | του | ιδιοκτήτη | των | ιδιοκτητών |
Accusatif | τον | ιδιοκτήτη | τους | ιδιοκτήτες |
Vocatif | ιδιοκτήτη | ιδιοκτήτες |
ιδιοκτήτης, idioktítis \Prononciation ?\ masculin (équivalent féminin : ιδιοκτήτρια)
Dérivés
- ιδιοκτησία (« propriété »)
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ιδιοκτήτης)