σολοικισμός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien σολοικισμός, soloikismos.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | σολοικισμός | οι | σολοικισμοί |
Génitif | του | σολοικισμού | των | σολοικισμών |
Accusatif | τον | σολοικισμό | τους | σολοικισμούς |
Vocatif | σολοικισμέ | σολοικισμοί |
σολοικισμός (solikismós) \sɔ.li.ci.ˈzmɔs\ masculin
Vocabulaire apparenté par le sens
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σολοικισμός)