κομμουνισμός
Grec
Étymologie
- Du français communisme.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | κομμουνισμός | οι | κομμουνισμοί |
Génitif | του | κομμουνισμού | των | κομμουνισμών |
Accusatif | τον | κομμουνισμό | τους | κομμουνισμούς |
Vocatif | κομμουνισμέ | κομμουνισμοί |
κομμουνισμός (komounizmós) \kɔ.mu.ni.ˈzmɔs\ masculin