πεντήκοντα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Adjectif numéral
[modifier le wikicode]πεντήκοντα, pentếkonta cardinal indéclinable
- Cinquante.
- δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανιστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλεν δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα — (Évangile selon Luc, 7:41)
- Un créancier avait deux débiteurs : l’un devait cinq cents deniers, et l’autre cinquante.
- δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανιστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλεν δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα — (Évangile selon Luc, 7:41)
Variantes
[modifier le wikicode]- πεντείκοντα (béotien)
Dérivés
[modifier le wikicode]- πεντηκονταέτης
- πεντηκοντάπαις
- πεντηκονταρχέω
- πεντηκόνταρχος
- πεντηκοντήρ
- πεντηκοντόγυος
- πεντηκοντόργυιος
- πεντηκόντορος
- πεντηκοντούτης
- πεντηκόσιοι
- πεντηκοστήρ
- πεντηκοστός
- πεντηκοστύς
Prononciation
[modifier le wikicode]- (Classique) : *\pentɛː́konta\
- (Koinè) : *\pɛntˈeːko̞nta\
- (Byzantine) : *\pentˈikonta\
Références
[modifier le wikicode]- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901 → consulter cet ouvrage
- « πεντήκοντα », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage