Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | πρόβατο | τα | πρόβατα |
Génitif | του | πρόβατου προβάτου |
των | πρόβατων προβάτων |
Accusatif | το | πρόβατο | τα | πρόβατα |
Vocatif | πρόβατο | πρόβατα |
πρόβατο (próvato) \ˈpɾɔ.va.tɔ\ masculin (équivalent féminin : προβατίνα)