Aller au contenu

χοίρος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien χοῖρος, khoîros.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  χοίρος οι  χοίροι
Génitif του  χοίρου των  χοίρων
Accusatif τον  χοίρο τους  χοίρους
Vocatif χοίρε χοίροι

χοίρος (khíros) \ˈçi.ɾɔs\ masculin

  1. Porc.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (χοίρος)