ιμάντας
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ἱμάς, himás.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ιμάντας | οι | ιμάντες |
Génitif | του | ιμάντα | των | ιμάντων |
Accusatif | τον | ιμάντα | τους | ιμάντες |
Vocatif | ιμάντα | ιμάντες |
ιμάντας (imándas) \i.ˈman.das\ masculin
- (Mécanique) Courroie.
- στις περισσότερες σύγχρονες μοτοσυκλέτες χαμηλού κυβισμού η κίνηση μεταδίδεται με ιμάντα και όχι με αλυσίδα
- στις περισσότερες σύγχρονες μοτοσυκλέτες χαμηλού κυβισμού η κίνηση μεταδίδεται με ιμάντα και όχι με αλυσίδα
Références
- Cette page utilise des informations de l’article du Wiktionnaire en grec, sous licence CC BY-SA 4.0 : ιμάντας. (liste des auteurs et autrices)