« πυρά » : différence entre les versions
Contenu supprimé Contenu ajouté
+ nom f |
mAucun résumé des modifications |
||
Ligne 5 : | Ligne 5 : | ||
# [[feu|Feu]]. |
# [[feu|Feu]]. |
||
#* ''Ο αιρετικός καταδικάστηκε στην '''πυρά''' από την Ιερά Εξέταση.'' |
#* ''Ο αιρετικός καταδικάστηκε στην '''πυρά''' από την Ιερά Εξέταση.'' |
||
#*: L' |
#*: L' hérétique était condamné au supplice du feu par l'Inquisition. |
||
{{-flex-nom-|el}} |
{{-flex-nom-|el}} |
Version du 8 mai 2011 à 16:37
Grec
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | πυρά | οι | πυρές |
Génitif | της | πυράς | των | πυρών |
Accusatif | τη(ν) | πυρά | τις | πυρές |
Vocatif | πυρά | πυρές |
πυρά (pirá) \pi.ˈɾa\ féminin
- Feu.
- Ο αιρετικός καταδικάστηκε στην πυρά από την Ιερά Εξέταση.
- L' hérétique était condamné au supplice du feu par l'Inquisition.
- Ο αιρετικός καταδικάστηκε στην πυρά από την Ιερά Εξέταση.