αποχωρητήριο
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Du verbe αποχωρώ apokhoró (se retirer).
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | αποχωρητήριο | τα | αποχωρητήρια |
Génitif | του | αποχωρητήριου | των | αποχωρητήριων |
Accusatif | το | αποχωρητήριο | τα | αποχωρητήρια |
Vocatif | αποχωρητήριο | αποχωρητήρια |
αποχωρητήριο (apokhoritírio) \a.pɔ.xɔ.ɾi.ˈti.ɾʝɔ\ neutre
- Toilettes (lieux d’aisance).