γαλακτοβιομηχανία
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Composé de γάλα et βιομηχανία.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | γαλακτοβιομηχανία | οι | γαλακτοβιομηχανίες |
Génitif | της | γαλακτοβιομηχανίας | των | γαλακτοβιομηχανιών |
Accusatif | τη(ν) | γαλακτοβιομηχανία | τις | γαλακτοβιομηχανίες |
Vocatif | γαλακτοβιομηχανία | γαλακτοβιομηχανίες |
γαλακτοβιομηχανία (galaktoviomikhanía) \Prononciation ?\ féminin
- Industrie laitière.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)